Η θεατρική εμπειρία δεν εξαντλείται στη διάρκεια μιας θεατρικής παράστασης. Αρχίζει πριν από αυτή και συνοδεύει τον θεατή μετά την έξοδό του από το θέατρο, για διαφορετική χρονική περίοδο ανάλογα με την ποιότητα του θεάματος αλλά και την ιδιοσυστασία του δέκτη. Η θεατρική εμπειρία, όμως, είναι σαφώς συνυφασμένη με τον χώρο της θεατρικής δράσης: το θέατρο ως αίθουσα, κτίριο, τοποθεσία, ατμόσφαιρα. Κι αν νομίζει κανείς ότι θα πρέπει να μεταβεί στη γενέτειρα του Σαίξπηρ, στην Αγγλία, για να παρακολουθήσει μια παράσταση στα πιο αξιοπερίεργα μέρη –υπόγειες θολωτές αίθουσες σιδηροδρομικών σταθμών (Waterloo station), ιστορικά πλοία (Cutty Sark), πρώην δημόσια αποχωρητήρια (στο Μάλβερν), πατάρια μπαρ ή κελάρια στο κέντρο του Λονδίνου– είναι γελασμένος. Έχουμε και στην Αθήνα ιδιαίτερες θεατρικές σκηνές, όπως το «Θέατρο κάτω απ’ τη Γέφυρα» στον ηλεκτρικό σταθμό του Νέου Φαλήρου: κυριολεκτικά κάτω απ’ τη γέφυρα, μπροστά στην πλατεία. Η πρώτη μας εντύπωση, λοιπόν, είναι ότι ο Σαίξπηρ θα κρυφογελούσε κάτω απ’ τα μουστάκια του για την καλαίσθητη αυτή σκηνή, που φιλοξενεί ένα από τα πιο γνωστά του έργα, τον Έμπορο της Βενετίας, διασκευασμένο για παιδιά από τον Νίκο Δαφνή, ο οποίος υπογράφει και τη σκηνοθεσία.
Αλλά ξέρουν οι μικροί θεατές ποιος είναι ο Σαίξπηρ; Τα παιδιά σήμερα έχουν τόσα ερεθίσματα και από τόσο διαφορετικές πηγές, που μάλλον τα περισσότερα θα απαντούσαν θετικά. Ακόμα κι αν δεν τον γνωρίζουν, όμως, δεν υπάρχει πρόβλημα. Το εισαγωγικό τραγούδι της παράστασης, που από άποψη κεφιού δίνει μια σωστή πρώτη εντύπωση για ό,τι ακολουθεί, είναι κατατοπιστικό: «…Ουίλιαμ Σαίξπηρ είναι τ’ όνομά του κι αυτό το έργο είναι απ’ τα καλύτερά του…»
Ο Αντόνιο, ο τίμιος και καλόκαρδος έμπορος της Βενετίας, συστήνεται στο κοινό και έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται η υπόθεση: ο έρωτας του Μπασάνιο (Βασάνη, στη διασκευή αυτή) για την ωραία Πόρσια του Μπελμόντε, η απόγνωσή του για το ποσό των 3.000 χρυσών δουκάτων που χρειάζεται για να διεκδικήσει το χέρι της, η απόφαση του Αντόνιο να τον βοηθήσει αλλά και η δική του έλλειψη ρευστού, αφού τα φορτωμένα μ’ εμπορεύματα καράβια του δεν έχουν γυρίσει ακόμη στη Βενετία, η απόφασή του να μπει εγγυητής στο δάνειο του Βασάνη από τον διαβόητο τοκογλύφο Σάιλοκ.
Παράλληλα, ξετυλίγεται και η ιστορία από την πλευρά του Σάιλοκ, ο οποίος διατείνεται ότι όλοι τον λοιδορούν επειδή είναι εβραίος σε πόλη χριστιανών, δεν κρύβει όμως από το κοινό και τις πραγματικές προθέσεις του: να δανείζει κάποιον σε μια άτυχη στιγμή του με τέτοιους όρους, ώστε να μπορεί εύκολα κατόπιν να τσεπώσει όλη την περιουσία του και να τον πετάξει στον δρόμο. Βλέποντας τον Αντόνιο και τον Βασάνη να καταφθάνουν για δάνειο, τυφλωμένος από το μίσος αλλά και με έντεχνη προσήνεια, αφού «τους γλείφει το χέρι για να είναι πιο μαλακό όταν το δαγκώσει», ο Σάιλοκ προτείνει μια φριχτή συμφωνία: αν δεν πάρει τα χρήματά του μέσα σε μια βδομάδα, να κόψει μισό κιλό κρέας από το σώμα του Αντόνιο…
Πρόκειται για ένα έργο ύμνο στην αληθινή φιλία και στην καθαρή καρδιά, στην άδολη αγάπη και στη γενναιοδωρία, αλλά και καταπέλτη για την πονηριά και τη φιλαργυρία: «Όταν είσαι ευτυχισμένος, φίλους έχεις αρκετούς, αλλά όταν θες βοήθεια, βλέπεις πόσοι απ’ αυτούς είναι φίλοι σου στ’ αλήθεια…» τραγουδούν οι ηθοποιοί – και οι θεατές, μικροί και μεγάλοι, μπαίνουν με τον νου τους στη θέση των πρωταγωνιστών και καλούνται ν’ αποφασίσουν ποιον δρόμο θα διαλέξουν. Όπως μπαίνουν και στη θέση του δόγη της Βενετίας, ο οποίος δεν τολμά να παραβεί τον νόμο, αν και βλέπει ότι η εφαρμογή του είναι απάνθρωπη. Κι εδώ εντοπίζεται ένα από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα του συγκεκριμένου σαιξπηρικού έργου: ο προβληματισμός σχετικά με την τήρηση ενός νόμου, ο οποίος στην εφαρμογή του αποδεικνύεται ανήθικος και βάρβαρος. Κι επειδή δεν αρκεί ένα «τέλος καλό, όλα καλά», επισημαίνεται και η διαρκής προσπάθεια που χρειάζεται να καταβάλλει κανείς, ώστε ν’ αποτελεί πηγή αγάπης και στήριγμα για τους γύρω του: «Τώρα που βρήκες την ευτυχία, βρες και τον τρόπο να την κρατήσεις. Σου δίνουν 20; Δίνε 40! Κράτα το χέρι της ζεστό για πάντα…»
Οι λιγοστοί στίχοι που παραθέσαμε εδώ αρκούν για να δώσουν μια γεύση από το μεράκι με το οποίο αποδόθηκαν στα ελληνικά και διασκευάστηκαν για παιδιά, ώστε να είναι απλοί αλλά όχι απλοϊκοί, πιστοί στο σαιξπηρικό πνεύμα. Ντυμένοι με την ωραιότατη μουσική του Νίκου Τσέκου και τραγουδισμένοι θαυμάσια επί σκηνής, απογειώνουν την παράσταση.
Πολύ καλές και οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών, που δείχνουν ν’ απολαμβάνουν την παράσταση όσο και το κοινό: Ο Κώστας Κλάδης στον ρόλο του Σάιλοκ, με το φαρμακερό βλέμμα και το σκυφτό βάδισμά του, σίγουρα θα εντυπωθεί στο μυαλό μας για πολύ καιρό. Ο Γιάννης Δρίτσας, ως Αντόνιο, φωτεινός ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές της περιπέτειάς του. Η Αννίτα Κούλη, εκφραστική στην αγάπη της, γλυκιά στο τραγούδι και εύστροφη στο δικαστήριο, είναι η ιδανική Πόρσια. Η Κατερίνα Τσεβά ως κόρη του Σάιλοκ δέχεται πικραμένη αλλά αγέρωχη τις κατάρες του πατέρα της, είναι σπιρτόζα στις σκηνές με τους υποψήφιους γαμπρούς και έχει υπέροχη φωνή στο τραγούδι. Ο Κώστας Τζαφέρης, απόλυτα πειστικός ως βασανισμένος απ’ τον έρωτα Βασάνης αλλά και ως φίλος, συμμέτοχος στην αγωνία του Αντόνιο. Ο Πασχάλης Μερμιγκάκης απολαυστικός τόσο στον ρόλο του υπηρέτη, όσο και στον ρόλο του δόγη. Ο Οδυσσέας Κιόσογλου, λαβωμένος από έρωτα Λορέντζο αλλά και φουριόζος υποψήφιος γαμπρός της Πόρσια, δυναμική παρουσία και στους δύο ρόλους. Όλοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, σεβόμενοι απόλυτα το κοινό, σε όποια ηλικιακή κατηγορία κι αν ανήκει αυτό.
Εξαιρετική πρόταση για παιδιά των τελευταίων τάξεων του δημοτικού, μπορούν όμως άνετα να την παρακολουθήσουν και μικρότερα παιδιά – ανάλογα, βέβαια, και με το επίπεδό τους.
ΥΓ. Στα συν της θεατρικής αυτής εμπειρίας: 1. Δεν επιτρέπεται το φαγητό στη διάρκεια της παράστασης (υπάρχει διάλειμμα). 2. Υπάρχει πρόβλεψη δωρεάν εισιτηρίων για οικογένειες που δυσκολεύονται οικονομικά.