Νίκος Δαφνής
Αποκλειστική συνέντευξη και φωτογράφιση για το mytheatro.gr του Νίκου Δαφνή
Επιμέλεια της συνέντευξης, φωτογραφίες και ερωτήσεις Κάτια Σωτηρίου
Νίκος Δαφνής: Αρχίζω να γίνομαι πιο ήρεμος και ήμερος. Το βλέπει η κοπέλα μου, οι συνεργάτες μου. Είμαι πιο ήμερος. Λιγότερο τελειομανής. Νομίζω ότι σιγά σιγά πρέπει το τιμόνι να το κρατήσει κάποιος άλλος γιατί θα αρχίσω να κάνω πολλές εκπτώσεις στη δουλειά μου για να μην μείνουν οι άλλοι χωρίς δουλειά. Η κόρη μου ίσως να μπορέσει να κρατήσει τα ηνία του θεάτρου, έχει εξελιχθεί σε καλή ηθοποιό και πολύ στέρεο άτομο, έχει κάνει μια δική της δουλειά, δεν πήγε να χτυπήσει πόρτες, δεν πήγε σε οντισιόν.
Νίκος Δαφνής: Το Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα το ίδρυσα μόνος μου, το έφτιαξα με τα χέρια μου, και από τότε η πορεία μου είναι εδώ, και μόνον εδώ. Δεν είχα πια λόγο να κάνω τηλεόραση. Έκανα μόνο 2 σήριαλ στην τηλεόραση, με το Μανούσο Μανουσάκη που «σκοτωνόμασταν» στο τάβλι και είχαμε τους δικούς μας λόγους να συνεργαστούμε για να πάμε Κρήτη και να παίζουμε τάβλι από το βράδυ ως το πρωί πριν τα γυρίσματα.
Κάτια Σωτηρίου : Μπαίνοντας στο Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα, αμέσως γεννάται μέσα σου ένα αίσθημα ζεστασιάς και οικειότητας. Ίσως είναι ο χώρος που μοιάζει περισσότερο με ευρύχωρο σαλόνι σπιτιού παρά με τυπικό φουαγιέ, ίσως το ότι το ταμείο είναι μέσα στο θέατρο – «δεν θέλουμε να περιμένει ο κόσμος έξω από το θέατρο» τονίζει ο Νίκος Δαφνής – ίσως τα θερμά χαμόγελα των ανθρώπων του. Ίσως πάλι, μερικές φορές οι άνθρωποι που τάσσονται στο θέατρο με αγάπη, και γίνονται εργάτες του να έχουν το χάρισμα να κοινωνούν την Τέχνη με μεγαλύτερη ευκολία. Το Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα είναι ένας πολυχώρος, θεάτρου, μουσικής, εικαστικών τεχνών, αφιερωμένο στο κοινό του, ενήλικες και παιδιά. Το μοναδικό θέατρο του Πειραιά, παιδί του Νίκου Δαφνή και των συνεργατών του, είναι ένας χώρος όπου άνθρωποι του θεάτρου μάχονται καθημερινά, ακόμα και υπό αντίξοες πολλές φορές συνθήκες για να υποδεχθούν το κοινό, και να τους μεταγγίσουν λίγη από τη μυσταγωγία του θεάτρου και τη Τέχνης. Με 3 χώρους, την «κεντρική» σκηνή, τον «Πίσω χώρο» και το φουαγιέ, το Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα έχει εξελιχθεί τα τελευταία 17 χρόνια σε ένα ζωντανό κύτταρο στον Πειραιά, με εξαιρετικές παραστάσεις, καλοδουλεμένες παραγωγές, και κυρίως, την πρόθεση να παρουσιάσει έργα ποιότητας, με αξιοπρέπεια και ειλικρίνεια στο κοινό. Ο Νίκος Δαφνής, με υποδέχθηκε θερμά και μου παραχώρησε την παρακάτω συνέντευξη.
Κ.Σ: Μιλήστε μας για το ξεκίνημα σας στο θέατρο. Πώς έγινε η αρχή;
Νίκος Δαφνής: Το 1974 τελείωσα τη Σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου, μετά από ένα πέρασμα από το Εθνικό Θέατρο και το Τέχνης. Έφυγα και από τα 2 για διαφορετικούς λόγους, από το μεν Εθνικό για πολιτικούς λόγους, από το Τέχνης για άλλους. Τότε η σχολη του Πειραικού Συνδέσμου ήταν πολύ σημαντική σχολή. Λίγους μήνες αφού τελείωσα πήγα στρατιώτης, όπου έμεινα 36 μήνες, έχοντας βέβαια κάνει ήδη κάποια πράγματα στο θέατρο και στην τηλεόραση όντας μαθητής της σχολής. Είχα δηλαδή ήδη παίξει σε μια παράσταση, που ήταν μνημειώδης μάλιστα, με τον Μάνο Κατράκη, και Σάντσο Πάντσα τον Ζερβό. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαγγελματική παράσταση.
Κ.Σ: Και πώς ήρθε η συνέχεια;
Ν.Δ: Το 1977, που απολύθηκα ξεκίνησα, και δούλευα συνέχεια. Εκείνη την περίοδο, είχα δώσει στον εαυτό μου ένα περιθώριο 5 ετών να μπορώ να επιλέγω τις δουλειές μου. Ήθελα να επιλέξω με ποιους θα δουλεύω, πού, σε ποια έργα. Ήδη από τότε ανήκα στον προοδευτικό χώρο – που τότε ήταν πράγματι προοδευτικός – και έτσι είχα δώσει μια περίοδο στον εαυτό για να επιλέγω τις δουλειές μου, τηρώντας πάντα τις συλλογικές συμβάσεις, που το Σωματείο μας πάλευε να επιβάλλει. Είχα αποφασίσει λοιπόν ότι αν δεν μπορώ να επιλέγω τις δουλειές μου δεν υπάρχει λόγος να μείνω στο θέατρο. Το 1981, έπρεπε να αποφασίσω, ή θα έμενα στο θέατρο ή θα έκανα κάτι άλλο. Είχα πια πολλές προτάσεις, μπορούσα δηλαδή να επιβιώσω. Αυτό που δεν μπορούσα να καταφέρω είναι να κερδίσω την εκτίμηση των ανθρώπων που δεν εκτιμώ. Και αυτό ήταν μεγάλη πληγή για μένα, γιατί δεν μπορούσα να μιλώ με ανθρώπους που δεν συμπαθούσα ή δε σεβόμουν και εγώ να πρέπει να κερδίσω την εύνοια τους. Έτσι αυτή ήταν μια πολύ σημαντική χρονιά για μένα. Έκανα ένα άλλο επάγγελμα για να βιοπορίζομαι, με το οποίο τα πήγα πολύ καλά, και για 15 χρόνια ζούσα άνετα με αυτό το επάγγελμα, και παράλληλα μαζί με άξιους συναδέλφους που εργάζονταν ήδη στο θέατρο ιδρύσαμε μια από τις πρώτες συνεταιριστικές δουλειές στη χώρα που έζησε για 21 χρόνια, Χρήστος Κελαντώνης, Νανά Νικολάου, Γιώργος Μιχαλάκης,. Ήταν ο θίασος 81.
Κ.Σ: Ποιος ήταν ο σκοπός του θιάσου αυτού;
Ν.Δ: Ήμαστε από τους πρωτοπόρους του συνεταιρισμού στο θέατρο. Ασχοληθήκαμε ουσιαστικά με το θέατρο για τα παιδιά. Τότε υπήρχε μόνο η Ξένια Καλογεροπούλου, και ο Δημήτρης Ποταμίτης, ο μακαρίτης, που ασχολούνταν με αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως θέατρο για τα παιδιά. Εμάς μας κατηγόρησαν πολύ σύντομα ότι κάνουμε πολιτικό θέατρο για παιδιά, και δικαίως ίσως, γιατί ο κόσμος μιλούσε για τη Χιονάτη και τους 7 Νάνους, τον Παπουτσωμένο γάτο, και εμείς κάναμε Τριβιζά, Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή και έτσι μας κατηγόρησαν ακόμα και για φιλοαραβική πολιτική, όταν ανεβάσαμε μεταξύ άλλων και το Μικρό Παραμύθι από την Αραβία. Εν πάση περιπτώσει, η γόνιμη αυτή συνεργασία με τα παιδιά του θιάσου 81 κράτησε μέχρι το 1997, όπου εγώ έχοντας βρει το χώρο αυτόν που βρισκόμαστε τώρα πρότεινα στα παιδιά, να στεγαστούμε στο θέατρο «Κάτω από τη Γέφυρα». Εκείνοι δε δέχτηκαν και παραμείναμε στο Ριάλτο.
Κ.Σ: Τι έργα ανέβαζε ο θίασος;
Ν.Δ: Με το θίασο 81, κάναμε έργα για τα παιδιά. Συνεργαστήκαμε με τον Τριβιζά. Την εποχή εκείνη είχε έρθει να με βρει. Τον είχε διώξει ουσιαστικά η Καλογεροπούλου, καθώς της είχε πάει ένα έργο του, το «όνειρο του σκιάχτρου» που μιλούσε για ελευθερία, ανεξαρτησία, τέτοια πράγματα. Η Ξένια δεν ήθελε κάτι τέτοιο, και έτσι ήρθε σε εμένα ο Ευγένιος. Μου είπε ότι είναι εγκληματολόγος στο Ρέντινγκ στην Αγγλία και ότι έχει το «κουσούρι» να γράφει παιδικά έργα. Διάβασα το «Όνειρο του σκιάχτρου», και το λάτρεψα, οπότε το επέβαλλα σχεδόν πραξικοπηματικά και στους άλλους, που είχαν επίσης ενστάσεις, καθώς δεν μπορείς σε ένα παιδικό έργο να έχεις έναν ήρωα που καίγεται στο τέλος. Το ανεβάσαμε όμως, βρήκε ο Ευγένιος το δρόμο του και εμείς το δικό μας. Συνεργάστηκα με άξιους συναδέλφους στο θίασο 81, με την Πέγκυ Τρικαλιώτη, τον Χαραλαμπόπουλο, ο Νότης Μαυρουδής και ο Γιάννης Ζουγανέλης μας έγραψαν μουσική για πρώτη φορά. Πολλοί, σπουδαίοι άνθρωποι ασχολήθηκαν με το παιδικό θέατρο τότε, κάτι που ήταν σημαντικό γιατί έπρεπε να πείσεις κόσμο τότε να συνεργαστεί με ένα θίασο που έκανε έργα για παιδιά. Τα παιδιά ήταν, και είναι ακόμα παραμελημένα πολλές φορές στην Τέχνη.
Κ.Σ: Είχατε και άλλες συνεργασίες τότε;
Ν.Δ: Μου έλειπε να παίξω και με άλλους θιάσους. Είχα συνεργαστεί βέβαια και με το θίασο της Καρέζη, του Χορν, τον Αλεξανδράκη, με σημαντικούς συναδέλφους. το 1997 όμως έφτιαξα το χώρο αυτόν, και τα παιδιά του θιάσου 81 δεν με ακολούθησαν. Ήταν νομοτελειακό να χαλάσουν οι σχέσεις μας. Το 1998, έφυγα από το εταιρικό του θιάσου 81 και ο θίασος διαλύθηκε δυο χρόνια μετά.
Κ.Σ: Ας περάσουμε στο χώρο που σας στεγάζει σήμερα. Ποια είναι η ιστορία του;
Ν.Δ: Το Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα το ίδρυσα μόνος μου, το έφτιαξα με τα χέρια μου, και από τότε η πορεία μου είναι εδώ, και μόνον εδώ. Δεν είχα πια λόγο να κάνω τηλεόραση. Έκανα μόνο 2 σήριαλ στην τηλεόραση, με το Μανούσο Μανουσάκη που «σκοτωνόμασταν» στο τάβλι και είχαμε τους δικούς μας λόγους να συνεργαστούμε για να πάμε Κρήτη και να παίζουμε τάβλι από το βράδυ ως το πρωί πριν τα γυρίσματα. Αφοσιώθηκα όμως στο θέατρο κάτω από τη Γέφυρα. Δεν είχα λόγους να δουλέψω πουθενά αλλού. Πολλές παραγωγές κάναμε εδώ. Ήθελα να κάνω ένα θέατρο στον Πειραιά. Είμαι γέννημα θρέμμα Πειραιώτης και αγαπώ την πόλη μου πολύ. Παρακολούθησα τον Πειραιά όταν ήταν μια σημαντική πηγή πολιτισμού, αλλά τον είδα και να μαραζώνει. Ήθελα λοιπόν να κάνω κάτι, και κάποια στιγμή με βρήκε μια κοπέλα από το Δημοτικό Διαμέρισμα, η Κατερίνα Σκεπάρη, μου είπε ότι έχουν ένα χώρο που δεν ξέρουν τι να τον κάνουν γιατί ο κόσμος μπαίνει μέσα, ήταν χώρος
Ήρθα και το είδα και κάτι μου έκανε, και είπα ότι μπορώ να το φτιάξω, αρκεί να μην μπερδευτεί ο Δήμος στα πόδια μου. Να το νοικιάσω δηλαδή από το Δήμο αλλά να μην εμπλακεί από εκεί και πέρα. Αυτή ήταν μια μάχη που δώσαμε με κάποιους ανθρώπους που με πίστεψαν πολύ, και κάποιους άλλους που δεν ήθελαν να με δουν ούτε ζωγραφιστό. Έτσι λοιπόν φτιάχτηκε αυτό το θέατρο. Το έφτιαξα με τα χέρια μου. Κυριολεκτώ. Δεν υπάρχει ένα τετραγωνικό μέτρο που να μην το έχω κάνει εγώ. Το θέατρο λειτούργησε το 1997 το Φλεβάρη. Έχουμε κλείσει τα 17 χρόνια. Ξεκινήσαμε με τον Χαρτοπαίκτη του Χουρμούζη. Το θεώρησα εξαιρετικό, και λαϊκό έργο, μέσα από την ελληνική παράδοση, γραμμένο το 1820 περίπου. Το είχαμε κάνει μια περιοδεία το καλοκαίρι του 1996 και με την ίδια παραγωγή μπήκαμε το χειμώνα. Μετά κάναμε το Γράμμα στον Ορέστη, του Καμπανέλλη. Θυμάμαι, ο Ιάκωβος μου είπε «αυτό το έργο Νίκο μου θέλει καλούς ηθοποιούς». Και εγώ του είπα «Εντάξει, να μου δώσεις ένα έργο που να θέλει μέτριους ηθοποιούς και να κάνουμε αυτό». Γέλασε και μου το έδωσε. Πήγε πολύ καλά. Μετά κάναμε το «Άνθρωποι και Ποντίκια» που ήταν η καλύτερη παράσταση που έχουμε κάνει εδώ μέσα. Πήγε εξαιρετικά. Ήδη με το πρώτο έργο δείξαμε τις προθέσεις μας: λαική κουλτούρα, καλής ποιότητας παραγωγές, καλοί ηθοποιοί, άσχετα αν είναι αναγνωρίσιμοι ή όχι από την τηλεόραση. Γενικά επειδή είμαι παιδί της τηλεόρασης, δεν έχω σε μεγάλη υπόληψη την αναγνωρισιμότητα. Έτσι, την τηλεόραση τη χρησιμοποίησα περισσότερο για να βγάζω χρήματα και να προβάλλω τις δουλειές μου στο θέατρο.
Κ.Σ: Τι ανταπόκριση είχατε στο Θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα
Ν.Δ: Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, τον οποίο θεωρώ κάπως και πνευματικό μου πατέρα, έχει γράψει ύμνους για τις παραστάσεις και τη δουλειά που γίνεται εδώ μέσα. Δεν έχω σκοπό να ευλογήσω τα γένια μου, είμαι ευτυχισμένος άνθρωπος εδώ, και έκανα αυτό που ήθελα. Έζησα καλά από αυτό, και μαζί με εμένα έζησαν και πολλές δεκάδες άνθρωποι, που δεν ένιωσαν καμία στιγμή ότι δεν τους σέβεται αυτός που είναι στο κεφάλι της δουλειάς. Χρειάζομαι τις συνεργασίες που έκανα, τις χρειαζόμουν πάντα. Σε κανέναν δεν έκανα χάρη, και με τίμησαν άνθρωποι με την παρουσία τους εδώ. Ασφαλώς και πληρώθηκαν, αλλά είναι άνθρωποι επαγγελματίες. Τα καινά δαιμόνια, της πληρωμής με ποσοστά δεν λειτούργησαν εδώ. Πιστεύω στην αμοιβή με ποσοστά, όταν το άθροισμα των ποσοστών που παίρνουν οι εργαζόμενοι να είναι πάνω από το 50% των εισπράξεων, και με το υπόλοιπο 50% να πληρώνονται λογαριασμοί και λειτουργικά έξοδα.
Κ.Σ: Ποιο είναι το κριτήριο επιλογής των παραγωγών που ανέβηκαν σε αυτό το θέατρο;
Ν.Δ: Αυτή είναι μια σοφή ερώτηση. Ξέρεις, δε θα μπορούσα να απαντήσω με ακρίβεια, γιατί κάθε φορά το κριτήριο αλλάζει. Για παράδειγμα, η μεγαλύτερη επιτυχία του θεάτρου μας ήταν το Ανοιχτό Ζευγάρι, το οποίο έπαιξε στον Πίσω Χώρο του Θεάτρου, full, για 5 χρόνια. Αυτό το έργο δεν θα πέρναγε από το μυαλό μου να το κάνω. Δεν μου άρεσε πολύ πολύ όπως το είχε γράψει ο Ντάριο Φο. Είχα κάνει μια πολύ καλή παράσταση το 2008, με μονόπρακτα του Τσέχωφ. Την είχαμε ονομάσει « κι εσείς Μολότοφ κε Τσέχωφ». Έπαιζαν 9 ηθοποιοί, πλήρως ασφαλισμένοι, με το μισθό τους, αλλά δεν υπήρχαν άνθρωποι να έρθουν να δουν την παράσταση μας. Ευτυχώς είχαμε κάνει κάποιες παραστάσεις το καλοκαίρι και βγήκαν τα έξοδα μας. Εδώ στο θέατρο, ψυχή. Το Δεκέμβρη, δεν ήθελα να κλείσει το θέατρο, οι ηθοποιοί ήταν πληρωμένοι φυσικά, και είπα να κάνω ένα έργο με 2 πρόσωπα για να μείνει ανοιχτό το θέατρο μέχρι την Κυριακή των Βαΐων. Έκανα λοιπόν το «Ανοιχτό Ζευγάρι». Στις πρώτες αναγνώσεις κατάλαβα ότι δεν μου άρεσε πολύ η μετάφραση της φίλης και αγαπημένης μου, Άννας Βαρβαρέσσου, γυναίκα του δασκάλου μου, του Τζόγια. Και ξεκίνησα να κάνω το έργο ως διασκευαστής, μεταφέροντας το σε πιο σύγχρονη γλώσσα, πιο ζωντανή. Μου βγήκε άλλο έργο. Αυτό το έργο λοιπόν το έκανα και πήγε 5 χρόνια full!! Αδιαχώρητο. Αυτό ήταν μεγάλη οικονομική επιτυχία, γιατί είχαμε έσοδα χωρίς έξοδα παραγωγής, αλλά ήταν μεγάλη καλλιτεχνική ζημιά, γιατί για 5 χρόνια βολευτήκαμε στην παραγωγή αυτή. Δεν κάναμε τίποτε άλλο. Εγώ είμαι σκηνοθέτης, δεν είμαι επιχειρηματίας. Έτσι πατήσαμε πόδι φέτος και είπαμε το σταματάμε.
Κ.Σ: Είχατε προβλήματα στην πορεία σας εδώ; Δεδομένου ότι είναι εκτός του «θεατρικού κέντρου» της Αθήνας.
Ν.Δ: Είχαμε πολλά προβλήματα, με τον υπόκοσμο, με ανθρώπους της νύχτας που ήθελαν να μου δώσουν λεφτά να φύγω και να το κάνουν σκυλάδικο. Αφού τους είπα όχι μου έβαλαν φωτιά στο θέατρο. Είχαμε κάποια θέματα και με την τοπική δημοτική αρχή, καθώς οι σχέσεις μας δεν ήταν πάντα φιλικές, ενώ είχαμε και μετριότατες σχέσεις με το Υπουργείο Πολιτισμού. Σκέψου ότι είναι το μοναδικό θέατρο στον Πειραιά, καθώς πέρσι ξεκίνησε το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, και μάλιστα αποκεκομμένο από την κουλτούρα του μέσου Πειραιώτη. Εκτιμώ το Λιβαθινό βέβαια, αλλά δεν ξέρω κατά πόσον θα έρχονταν οι Πειραιώτες να δουν την Ιλιάδα του.
Κ.Σ: Ποια είναι τα σχέδια για το χειμώνα αυτόν στο θέατρο Κάτω από τη Γέφυρα;
Ν.Δ: Μπλεχτήκαμε με ένα έργο πάρα πολύ ενδιαφέρον, πολύ δυσάρεστο, το οποίο είχα προσπαθήσει και άλλες δυο φορές να το κάνω, αλλά δεν τα κατάφερα, δε μου έβγαινε η παράσταση. Είναι οι 5 Σιωπές της Σίλα Στίβενσον. Πρόκειται για έναν πατέρα που έχει ερωτικές σχέσεις με τις κόρες του από τα 13 τους, μέχρι που φτάνουν 32-33 χρονών και τον σκοτώνουν. Το έργο ξεκινά με τον πυροβολισμό, αρχίζουν ανακρίσεις, ψυχολόγοι, ψυχαναλυτές , κτλ.. και σε όλη τη διάρκεια παραβρίσκεται στο χώρο, στον όποιον χώρο, είτε λέγεται σπίτι είτε ανακριτικό γραφείο, ο πατέρας, ο οποίος λέει τα πράγματα από τη δική του εκδοχή. Παραβρίσκεται σαν μια κακή ενέργεια. Αυτό το ρόλο τον παίζω εγώ. Όσες φορές πήγα να το σκηνοθετήσω, αυτές τις 2 δηλαδή, εγκατέλειψα την προσπάθεια και μάλιστα τη 2η φορά 10 μέρες πριν την πρεμιέρα. Δε μου έβγαινε όπως ήθελα. Εξαιρετικά οδυνηρό έργο, και για εμάς, αλλά και για το κοινό. Θα παιχτεί στον Πίσω Χώρο, που είναι ένα μικρό θεατράκι, αλλά πάνε όλα πάντα πολύ καλά σε αυτόν τον χώρο
Κ.Σ: Έχετε και την παιδική σκηνή…
Ν.Δ: Το Θέατρο κάτω από τη Γέφυρα όμως έχει μια πολύ αξιόπιστη παιδική σκηνή, που πάει πάρα πολύ καλά.Έχουμε φανατικούς φίλους και φανατικούς εχθρούς. Οι φανατικοί μας φίλοι μας αγαπούν γιατί κάνουμε καλές παραστάσεις και γιατί δεν μετράμε κεφάλια στην πόρτα. Ποτέ δεν ήταν κίνητρο μας να πάρουμε λεφτά και από το τελευταίο παιδί ακόμα και αν ο μπαμπάς του δεν είχε χρήματα για να πληρώσει. Για να καταλάβεις, στις παραστάσεις της Κυριακής, εγώ ή οι συνεργάτες μου, υπογράφουμε τα εισιτήρια των θεατών, και τους λέμε να τα δώσουν σε μια φτωχή οικογένεια για να έρθουν να δουν την παράσταση. Δεν ήταν κίνητρο τα χρήματα, ωστόσο πήγαμε καλά και οικονομικά. Τα πρώτα 8 χρόνια, είχα πάνω από το ταμείο του θεάτρου μια ταμπέλα που έλεγε ότι θέλουμε οι θεατές να πληρώνουν στην έξοδο αν θέλουν, ή αν μπορούν. Το τεκμηρίωνα αυτό.
Φέτος κάνουμε μια παραγωγή που θα έρθει μαζί με τις περσινές «Ιστορίες του παππού Αριστοφάνη» και κρατώ ακριβώς τον ίδιο θίασο.
Στην κεντρική σκηνή, μετά τα μέσα του Δεκέμβρη, θα ανεβάσουμε ένα έργο του Τζόρντι Γκαλθεράν, τη Fuga, που θα σκηνοθετήσω εγώ, ενώ τις 5 Σιωπές τις σκηνοθετεί ο Κοραής Δαμάτης. Αυτό ξεκινά με μια καταπληκτική ιδέα, με έναν υπουργό που θέλει να αυτοκτονήσει γιατί τον έχουν πιάσει να κλέβει και θέλουν να τον διώξουν από την κυβέρνηση, και στο δεύτερο μέρος γίνεται μια φάρσα, όπου γελάς πολύ. Θα γίνει το «Ο καλόκαρδος και η μαγική ροδιά» της Ειρήνης Μάρα επίσης, στις αρχές Νοεμβρίου. Θα φιλοξενηθεί μια ομάδα, της Ιωάννας Μπακαλάκου, της κόρης του γνωστού Μπακαλάκου, που θα παρουσιάσουν για μια σειρά παραστάσεων ένα έργο που το έχουν κάνει ήδη και θα το ανεβάσουν για 2η χρονιά φέτος. Επίσης η Βερόνικα Αργέντζη θα κάνει ένα πρόγραμμα που σχετίζεται με θέατρο – μουσική – παντομίμα – κίνηση με τα παιδιά, για λόγους ψυχικής υγείας. Πώς ένα παιδί δηλαδή μπορεί να διαχειρίζεται τους φόβους του, τις ανασφάλειες, τους εγωισμούς του. Όλο αυτό θα στοχεύει σε μια υποστήριξη των παιδιών. Φυσικά, δεν είναι τα παιδιά που έχουν προβλήματα αλλά οι γονείς, και για αυτό θα παρακολουθούν και οι γονείς.
Ο χώρος επίσης θα στεγάσει και μια σειρά από εκθέσεις φωτογραφίας, χαρακτικής τελειοφοίτων της Καλών Τεχνών, και εικαστικής τέχνης. Το μπαζάρ του Σπιτιού του Ηθοποιού θα γίνει εδώ επίσης.
Κ.Σ: Πώς βλέπετε την κατάσταση των ηθοποιών σήμερα
Ν.Δ: Όταν ξεκίνησα, δεν υπήρχαν δικαιώματα , και επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται σα φάρσα, ούτε και τώρα υπάρχουν. Οι ηθοποιοί δεν έχουν πια δικαιώματα. Υπάρχουν μεγάλες δουλειές στις οποίες οι συνάδελφοι μου παίρνουν 250 ευρώ το μήνα. Κάποιοι είναι και ωρομίσθιοι, με 3,25 ευρώ την ώρα. Σε αυτό το θέατρο, και παινεύομαι για αυτό, οι συμβάσεις που έχουν κρατηθεί είναι σχεδόν οι παλιές συμβάσεις, με 1286 ευρώ μεικτά μισθό. Το θέατρο το βλέπω με μεγάλη θλίψη. Υπήρξα συνδικαλιστής από την αρχή, ωστόσο κάποιοι παράγοντες συνέτειναν ώστε το επάγγελμα μας να έχει πάψει να είναι επάγγελμα. Θες γιατί οι 50 δραματικές σχολές το χρόνο βγάζουν 400 σπουδαστές που θα μπορούσαν να πουν ευθαρσώς «επάγγελμα: ηθοποιός». Έτσι βρέθηκαν 15000 Νεοέλληνες που όταν τους ρωτάς που δουλεύουν, να σου λένε για το μπαρ που δουλεύουν. Όταν υπάρχει τέτοιος βαθμός ανεργίας, τα πράγματα είναι δύσκολα. Και το Σωματείο είχε λανθασμένη καθοδήγηση για χρόνια – σκεφτείτε ότι στο Σωματείο Ηθοποιών, το σύνθημα ήταν «Το δρόμο τον δείχνουν οι χαλυβουργοί». Όχι. Εμείς θα δείξουμε το δρόμο στο Χαλυβουργό, όχι εκείνος σε εμάς.
Κ.Σ: Είστε αισιόδοξος για το θέατρο στην Ελλάδα ;
Ν.Δ: Είμαι, φυσικά. Είναι μια διέξοδος το θέατρο, πάντα ήταν, και στην Ελλάδα υπάρχει εξαιρετικής ποιότητας θέατρο. Οι έλληνες ηθοποιοί με τους τρόπους που δουλεύουν, με τις συνθήκες που εργάζονται κάνουν άθλο. Έχω δει θέατρο σε όλον τον κόσμο. Δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα οι Έλληνες ηθοποιοί. Έχουν απίστευτο ταλέντο, και έμπνευση, αλλά και τεμπελιά. Η χώρα μας έχει ένα τεράστιο προνόμιο, τον ήλιο. Εδώ θες να πάρεις το σύντροφο σου και να πας μια βόλτα στην παραλία. Και μου αρέσει πολύ που είμαστε έτσι. Απλά πρέπει να συμφιλιωθούμε με τα πάθη και τα ελαττώματα μας οι Έλληνες, κι εγώ πρώτος από όλους.
Κ.Σ: Τι είναι αυτό που κάνει το θέατρο τόσο ξεχωριστό για εσάς;
Ν.Δ: Μεγάλη ανασφάλεια, θέλεις πάντα την επιβεβαίωση, την αποζητάς, σου λείπει. Μιλώ για το είδος αυτό του θεάτρου που έχω υπηρετήσει εγώ στη ζωή μου. Είναι μια λύτρωση ίσως, και από την άλλη οι ψυχολόγοι λένε ότι οι ηθοποιοί πολλές φορές θέλουν να ξεφύγουν από τον εαυτό τους, αλλά δε νομίζω ότι ισχύει αυτό. Βέβαια, μετά από μερικά χρόνια γίνεται επάγγελμα, είναι η δουλειά σου και μαθαίνεις πώς να την κάνεις. Εγώ, δεν είμαι ηθοποιός, είμαι εργάτης του θεάτρου, δηλαδή παίζω, σκηνοθετώ, μεταφράζω, διασκευάζω, χτίζω, βάφω, κάνω τη μουσική επένδυση μερικές φορές. Έρχομαι στο θέατρο κατά τις 8 το πρωί, και φεύγω στις 12 το βράδυ. Δεν τα καταφέρνω καλά όμως στις δημόσιες σχέσεις, γιατί μιλάω με κάτι απίστευτα άτομα που δεν ξέρουν από θέατρο. Τους μιλάς για τη Χατζηαργύρη ας πούμε, και σε ρωτάνε που τραγουδάει. Τους ηθοποιούς αν δεν κάνουν τηλεόραση δεν τους ξέρουν. Κι έτσι, για να μην τσακώνομαι συνέχεια, έχω αναθέσει σε μια κοπέλα, την Έλενα τις δημόσιες σχέσεις του θεάτρου.
Κ.Σ: Ποια είναι τα σχέδια σας για το χώρο αυτό;
Ν.Δ: Εγώ είμαι πια 62 χρονών. Πρέπει να ετοιμάσω μια διάδοχη κατάσταση. Αρχίζω να μην είμαι πια τόσο διορατικός και τόσο αποδοτικός. Έχω αρχίσει πια να κουράζομαι, δεν αντέχω τις δεκάωρες πρόβες, ενώ παλιά δεν κουραζόμουν. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι ότι δεν κρατάω πια στιβαρά το τιμόνι του θεάτρου, και αφήνω να με παρασύρουν άλλες παράμετροι, που με παρέσυραν λιγότερο παλιά. Η ζωή δεν είναι μέσα στο θέατρο, είναι σε ένα ηλιοβασίλεμα πίστεψε με… είναι το να σπείρεις ένα δεντράκι και να το δεις να μεγαλώνει. Η τρίτη κόρη μου, η Μαντώ φύτεψε ένα φυτό που το λένε Ιβίσκο, και όταν το φύτεψε ήταν 40 πόντοι, και τώρα 3 χρόνια μετά είναι κοντά στα 4 μέτρα. Αυτό είναι χαρά.
Αρχίζω να γίνομαι πιο ήρεμος και ήμερος. Το βλέπει η κοπέλα μου, οι συνεργάτες μου. Είμαι πιο ήμερος. Λιγότερο τελειομανής. Νομίζω ότι σιγά σιγά πρέπει το τιμόνι να το κρατήσει κάποιος άλλος γιατί θα αρχίσω να κάνω πολλές εκπτώσεις στη δουλειά μου για να μην μείνουν οι άλλοι χωρίς δουλειά. Η κόρη μου ίσως να μπορέσει να κρατήσει τα ηνία του θεάτρου, έχει εξελιχθεί σε καλή ηθοποιό και πολύ στέρεο άτομο, έχει κάνει μια δική της δουλειά, δεν πήγε να χτυπήσει πόρτες, δεν πήγε σε οντισιόν. Η Ελένη είναι επίσης αρκετά σκληρή και εργατική και έμπειρη για να χειρίζεται καταστάσεις, και αν τη βοηθήσουν και κάποια άλλα παιδιά, ίσως τα πάνε καλά, για να περάσει σε μια διάδοχη κατάσταση το θέατρο.